- επικατακοιμώμαι
- ἐπικατακοιμῶμαι, -άομαι και ἐπικατακοιμίζομαι (Α)κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτέοντες τὰ σήματα... ἐπικατακοιμέονται» — επισκέπτονται συχνά τους τάφους τών προγόνων και κοιμούνται επάνω, Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.